- σπαραξικάρδιος
- -α, -οεπίρρ. -α συνταρακτικός, αυτός που προκαλεί οδύνη ψυχική: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σπαραξικάρδιο θέαμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαραξικάρδιος — α, ο, Ν 1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρός («σπαραξικάρδιος θρήνος») 2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι … Dictionary of Greek
διακάρδιος — διακάρδιος, ον (Α) φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek